- ἐπλήρωσαν
- πληρόωmake fullaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικομίζω — Α 1. κομίζω κάτι ολόγυρα, περιφέρω 2. συντηρώ τρέφω 3. παθ. περικομίζομαι (για πλοία) περιπλέω («ἅς έπλήρωσαν εἰς τὸν Ὑλλαϊκόν λιμένα, ἐν ὅσῳ περιεκομίζοντο», Βάο.) … Dictionary of Greek